καρυατίζω

καρυατίζω
κᾰρῠατίζω,
A play with nuts, Ph.1.11.
2 dance the Καρυᾶτις, Luc.Salt.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρυατίζω — (AM) παίζω παιδικό παιχνίδι με καρύδια αρχ. χορεύω τον χορό Καρυάτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον, με σχηματισμό κατά τα σε ατίζω] …   Dictionary of Greek

  • καρυατιζόμενον — καρυατίζω play with nuts pres part mp masc acc sg καρυατίζω play with nuts pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρυατιζόντων — καρυατίζω play with nuts pres part act masc/neut gen pl καρυατίζω play with nuts pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρυατίζειν — καρυατίζω play with nuts pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρυατίζοντες — καρυατίζω play with nuts pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρυατιζόμενον — Καρυᾱτιζόμενον , Καρυατίζω play with nuts pres part mp masc acc sg Καρυᾱτιζόμενον , Καρυατίζω play with nuts pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρυατιζόντων — Καρυᾱτιζόντων , Καρυατίζω play with nuts pres part act masc/neut gen pl Καρυᾱτιζόντων , Καρυατίζω play with nuts pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… …   Dictionary of Greek

  • καρυδίζω — (Μ) καρυατίζω*, παίζω τα καρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδιον + κατάλ. ίζω (πρβλ.βοταν ίζω, λακων ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • Καρυατίζειν — Καρυᾱτίζειν , Καρυατίζω play with nuts pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρυατίζοντες — Καρυᾱτίζοντες , Καρυατίζω play with nuts pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”